- δελέασμα
- το (Α δελέασμα) [δελεάζω]νεοελλ.ο δελεασμόςαρχ.το δόλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δελέασμα — το απάτη, παραπλάνηση: Πρόσεχε τα δελεάσματα των εύκολων υποσχέσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελεασμάτων — δελέασμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσμασι — δελέασμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσμασιν — δελέασμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματα — δελέασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματι — δελέασμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάσματος — δελέασμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] … Dictionary of Greek
ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0609 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ գրի եւ ԴԵՂԱՏՈՒԹԻՒՆ. φαρμακία medicandi actio, medicamentum Տալն զդեղ. բժշկականն (արուեստ). ... *Տեղի տալով, որպէս բժիշկ՝ հիւանդաց, զի դեղատութիւնս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δελεασμός — ο το δελέασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)